- ῥυμάρχης
- ῥῡμ-άρχης, ου, ὁ,A chief officer of ῥύμη (11), Aen.Tact.3.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυμάρχης — ὁ, Α επιθεωρητής, επιτηρητής τών δρόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + άρχης*] … Dictionary of Greek
ῥυμάρχην — ῥυμάρχης chief officer of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυμάρχας — ῥυμάρχᾱς , ῥυμάρχης chief officer of masc acc pl ῥυμάρχᾱς , ῥυμάρχης chief officer of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)